- προβληματοπλόκος
- προβλημ-ᾰτοπλόκος, ον,A framing problems or riddles, Tz.H.2.518.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προβληματοπλόκος — ον, Μ αυτός που πλέκει προβλήματα, αινίγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβλημα, ατος + πλόκος (< πλοκή < πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος] … Dictionary of Greek